Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων
Hellenic Property Federation

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΤΙΡΙΩΝ

ΤΕΧΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Το Ιδιοκτησιακό Πρόβλημα των εκτός σχεδίου ακινήτων

Τίτλοι ιδιοκτησίας για διακατεχόμενα ακίνητα

Σύντομα αναμένεται να είναι έτοιμο το νέο ηλεκτρονικό σύστημα για την υποβολή αίτησης απ’ όσους ενδιαφέρονται να εξαγοράσουν διακατεχόμενα ακίνητα τα οποία διεκδικεί το Δημόσιο, βάσει του νόμου 5024/2023 του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο "Ρυθμίσεις για την εξαγορά κατεχομένων ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, ακινήτων του Ταμείου Εθνικής Άμυνας, λοιπές διατάξεις για την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας ΥΠΟΙΚ".

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών, 100.000 ακίνητα δυνητικά μπορούν να αποδοθούν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που για δεκαετίες ολόκληρες βρίσκονταν σε καθεστώς ομηρίας, με τις περιουσίες τους να είναι υπό αμφισβήτηση. Οι δικαιούχοι θα μπορούν να υποβάλουν τη σχετική αίτηση προκειμένου να αποκτήσουν νόμιμους τίτλους. Ειδικότερα, η εξαγορά κατεχόμενων ακινήτων του Δημοσίου θα μπορεί να γίνει:
■ Με κατοχή από ιδιώτη τουλάχιστον 30 χρόνια, αν υπάρχουν τίτλοι αγοράς ή ιδιοκτησίας και κτίσματα προ του 1992.
■ Με κατοχή επί τουλάχιστον 40 χρόνια, εφόσον υπάρχει κτίσμα (που αποτελεί και μοναδική κατοικία ή εμπορική εκμετάλλευση -π.χ., βιοτεχνία- του ιδιώτη) πριν από το 1982.

Ως τίμημα εξαγοράς ορίζεται αρχικά η αντικειμενική αξία του ακινήτου μετά των κτισμάτων του. Εξοφλείται είτε εφάπαξ με έκπτωση 10% είτε τμηματικά σε έως 60 άτοκες μηνιαίες δόσεις, με ελάχιστο ποσό τα 100 ευρώ μηνιαίως. Αν όμως έχει ο ιδιώτης εγγραφεί ήδη ως ιδιοκτήτης στο Κτηματολόγιο, παίρνει αμέσως έκπτωση 50%.

Επιπλέον εκπτώσεις επί του τιμήματος εξαγοράς προβλέπονται επίσης:
■ Κατοχή με ή χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας: μείωση λόγω παλαιότητας, κατά 1% ή 2%, για κάθε έτος κατοχής μετά το όριο των 30 ή 40 ετών (αναλόγως αν υπάρχουν ή όχι τίτλοι ιδιοκτησίας) και με ανώτατο όριο 50%.
■ Αν ο αιτών είναι άτομο με αναπηρία 80% και άνω ή αν είναι πρόσωπο που φιλοξενεί περισσότερο από ένα 1 έτος ή επιβαρύνεται φορολογικά από πρόσωπα με την ανωτέρω ιδιότητα, με ετήσιο ατομικό εισόδημα έως 40.000 ευρώ ή ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως 60.000 ευρώ: μείωση τιμήματος κατά 30%.
■ Για αναπηρία 67%-79% προβλέπεται έκπτωση 20%. Ιδια έκπτωση έχει και κάθε πρόσωπο που φιλοξενεί περισσότερο από 1 έτος ή επιβαρύνεται φορολογικά από πρόσωπα με την ανωτέρω ιδιότητα, με ετήσιο ατομικό εισόδημα έως 18.000 ευρώ ή ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως 24.000 ευρώ.
■ Παλιννοστών ομογενής, ο οποίος έχει εγγραφεί στα μητρώα ή τα δημοτολόγια δήμου ή είναι μόνιμος κάτοικος παραμεθόριων περιοχών: μείωση 20%.
■ Πολύτεκνοι: μείωση 20%, εφόσον έχουν ετήσιο ατομικό εισόδημα έως 40.000 ευρώ ή ετήσιο οικογενειακό 80.000 ευρώ.
■ Τρίτεκνοι: μείωση 15% εάν το ετήσιο ατομικό εισόδημα δεν ξεπερνά τα 25.000 ευρώ ή τα 40.000ευρώ το ετήσιο οικογενειακό.
■ Μονογονεϊκές οικογένειες: μείωση 15%.
■ Μακροχρόνια άνεργοι: μείωση 15%.
■ Δικαιούχοι Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΚΕΑ): μείωση 20%.
■ Εάν εντός του ακινήτου υφίσταται κτίσμα που αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία του αιτούντος: έκπτωση 20%.

Οι ιδιώτες θα μπορούν να λάβουν μέχρι ένα άρτιο οικόπεδο (για εντός σχεδίου) ή 10 στρέμματα γης (για εκτός σχεδίου). Προβλέπονται και περιπτώσεις όπου οι ιδιώτες θα μπορούν να λάβουν και ακόμα μεγαλύτερες εκτάσεις (π.χ., 20 στρέμματα ή τυχόν μικρό υπόλοιπο που απομένει ανεκμετάλλευτο). Θα μπορούν να εξαγοράσουν όμως και ακίνητα που περιλαμβάνουν (όχι παραπάνω όμως από το 20% της συνολικής επιφάνειας) εκτάσεις χαρακτηρισμένες ως δασικές ή Νatura, υπογράφοντας ταυτόχρονα και ρήτρα προστασίας τους. Αν επιχειρήσουν να χτίσουν ή να παρέμβουν στις ευαίσθητες αυτές εκτάσεις, τότε η εξαγορά ακυρώνεται και αποβάλλονται από το ακίνητο.

Συγκεκριμένα ο νόμος προβλέπει για το θέμα αυτό τα εξής:

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 5024/2023, ΦΕΚ 41/Α/24-2-2023

Ρυθμίσεις για την εξαγορά κατεχομένων ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, ακινήτων του Ταμείου Εθνικής Άμυνας, λοιπές διατάξεις για την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή

 

ΜΕΡΟΣ Α'

ΕΞΑΓΟΡΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΕΞΑΓΟΡΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

 

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία της εξαγοράς ακινήτων που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών από πρόσωπα που τα κατέχουν. Η εξαγορά εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, που συνίστανται στην οριστική διευθέτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, στην αποκατάσταση των προσώπων που διατηρούν στα ακίνητα αυτά την κατοικία τους ή τον τόπο άσκησης της οικονομικής τους δραστηριότητας, και δι' αυτών στην αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και στην προώθηση της τουριστικής, βιομηχανικής, βιοτεχνικής και αγροτικής ανάπτυξης επ' ωφελεία της εθνικής οικονομίας.

 

Άρθρο 2

Αντικείμενο

Αντικείμενο του παρόντος Μέρους αποτελεί η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως εξαγοράς δημοσίων ακινήτων, όπως αυτά προσδιορίζονται για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος, από πρόσωπα που τα κατέχουν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, βάσει καθορισμένης διαδικασίας και υποβολής δικαιολογητικών. Για την έκδοση της απόφασης εξαγοράς καταβάλλεται τίμημα, επί του οποίου εφαρμόζονται εκπτώσεις, λαμβανομένων υπόψη οικονομικών και κοινωνικών κριτηρίων. Η διαδικασία εξαγοράς υλοποιείται μέσω της χρήσης ψηφιακής πλατφόρμας και με τη συνδρομή των οικείων κτηματικών υπηρεσιών, του φορέα υποδοχής του Υπουργείου Οικονομικών και της Επιτροπής Εξαγοράς, η οποία συστήνεται με το άρθρο 10.

 

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «Δημόσιο ακίνητο»: κάθε καταγεγραμμένο ακίνητο που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών και το οποίο κείται εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού.

β) «Ακίνητο ΤΕΘΑ»: κάθε ακίνητο που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Ταμείου Εθνικής Άμυνας (ΤΕΘΑ).

γ) «Αιτών»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση εξαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα.

δ) «Αίτηση εξαγοράς»: η αίτηση για την εξαγορά δημοσίου ακινήτου που υποβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 9.

ε) «Απόφαση εξαγοράς»: η διοικητική πράξη που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με το άρθρο 11.

στ) «Κατοχή»: η φυσική εξουσίαση δημοσίου ακινήτου με διάνοια κυρίου.

ζ) «Δικαιοπάροχος»: το πρόσωπο το οποίο ο αιτών διαδέχεται στην κατοχή δημοσίου ακινήτου με παράγωγο τρόπο ή έπειτα από κληρονομική διαδοχή.

η) «Φορέας υποδοχής»: η Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Κοινωφελών Περιουσιών της Γενικής Γραμματείας Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών.

θ) «Οικόπεδο»: η συνεχόμενη έκταση γης, που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και βρίσκεται μέσα σε εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού χωρίς σχέδιο, εφαρμοζόμενης κατά τα λοιπά της περ. 50 του άρθρου 2 του ν. 4067/2012 (Α' 79).

ι) «Γήπεδο»: η συνεχόμενη έκταση γης, που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο και ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, σε περιοχή εκτός εγκεκριμένου σχεδίου, εφαρμοζόμενης κατά τα λοιπά της περ. 12 του άρθρου 2 του ν. 4067/2012.

ια) «Ακίνητο»: εδαφική έκταση με τα συστατικά μέρη της σύμφωνα με το άρθρο 948 του Αστικού Κώδικα.

ιβ) «Επιτροπή»: το συλλογικό διοικητικό όργανο που προβλέπεται στο άρθρο 10 και ασκεί τις αρμοδιότητες που ορίζονται στο ίδιο άρθρο.

ιγ) «Πιστοποιητικό αποδοχής»: το πιστοποιητικό που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11.

 

Άρθρο 4

Δικαίωμα υποβολής αίτησης εξαγοράς

1.Δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξαγοράς όποιος κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος:

α) Ασκεί κατοχή αδιαλείπτως με τίτλο στο όνομα του ιδίου ή των δικαιοπαρόχων του για τριάντα (30) τουλάχιστον έτη επί δημοσίου ακινήτου και, στην περίπτωση που εντός του δημοσίου ακινήτου υφίσταται κτίσμα, αυτό έχει ανεγερθεί το αργότερο έως την 31η.12.1991, είτε

β) ασκεί κατοχή αδιαλείπτως για σαράντα (40) τουλάχιστον έτη επί δημοσίου ακινήτου εντός του οποίου υφίσταται κτίσμα, το οποίο έχει ανεγερθεί το αργότερο έως την 31η.12.1981 και στο οποίο: βα) βρίσκεται η κύρια κατοικία του, η οποία καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες του ιδίου ή της οικογένειάς του, ή

ββ) ασκεί τουριστική, βιοτεχνική, βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα με χρήση κτιριακών εγκαταστάσεων και άλλων συνοδών έργων που συνδέονται λειτουργικά με αυτές ή

βγ) ασκεί αγροτική δραστηριότητα με χρήση ή μη κτιριακών εγκαταστάσεων και άλλων συνοδών έργων που συνδέονται λειτουργικά με αυτές.

2.Για την εφαρμογή της παρ. 1, στον χρόνο της κατοχής του αιτούντος συνυπολογίζεται και ο χρόνος κατοχής των δικαιοπαρόχων του.

3.Εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1, ο αιτών δικαιούται να εξαγοράσει:

α) Επί δημοσίων ακινήτων, τα οποία βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή οικισμού, έκταση ίση κατ' ανώτατο όριο με το ελάχιστο εμβαδό άρτιου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, κατά κανόνα ή κατά παρέκκλιση, σύμφωνα με την πολεοδομική νομοθεσία που ισχύει κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η εξαγορά μεγαλύτερης έκτασης, εφόσον σε αυτή υφίστανται, εν όλω ή εν μέρει, κτίσματα ή βοηθητικές εγκαταστάσεις αυτών, που αποτελούν ενιαίο λειτουργικό σύνολο. Στις περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου, εάν το τμήμα που απομένει μετά την εξαγορά του δημοσίου ακινήτου καθίσταται μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, είναι υποχρεωτική η εξαγορά αυτού από τον αιτούντα.

β) Επί δημοσίων ακινήτων, τα οποία βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού, ενιαία έκταση δέκα (10) στρεμμάτων κατ' ανώτατο όριο. Κατ' εξαίρεση, μπορούν να εξαγο ρασθούν περισσότερα του ενός δημόσια ακίνητα εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού από τον ίδιο αιτούντα, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο των υπό εξαγορά δημοσίων ακινήτων δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) στρέμματα κατ' ανώτατο όριο και κάθε προς εξαγορά δημόσιο ακίνητο δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) στρέμματα. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, στην αίτηση εξαγοράς προσδιορίζονται το δημόσιο ακίνητο ή τα δημόσια ακίνητα για τα οποία ασκείται το δικαίωμα εξαγοράς. Είναι δυνατή η εξαγορά μεγαλύτερης έκτασης και μέχρι τριάντα (30) στρέμματα κατ' ανώτατο όριο συνολικά, εφόσον είτε αυτή καλύπτεται από κτίσματα ή από αναγκαία έργα υποδομής ή εγκαταστάσεις παντός είδους νόμιμα λειτουργούσης επιχείρησης είτε έχει γίνει χρήση του συντελεστή δόμησης της έκτασης αυτής για την ανέγερση των κτισμάτων. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, εάν το εναπομείναν τμήμα μετά την εξαγορά του δημοσίου ακινήτου καθίσταται μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, είναι υποχρεωτική η εξαγορά αυτού από τον αιτούντα. Ειδικά στην περίπτωση δημοσίων ακινήτων, εντός των οποίων λειτουργούν βιομηχανικές ή βιοτεχνικές εγκαταστάσεις ή ασκείται αγροτική ή κτηνοτροφική δραστηριότητα, είναι δυνατή η εξαγορά έκτασης μεγαλύτερης των τριάντα (30) στρεμμάτων και μέχρι εκατό (100) στρέμματα κατ' ανώτατο όριο συνολικά, εφόσον το δημόσιο ακίνητο ή τα δημόσια ακίνητα για τα οποία ασκείται το δικαίωμα εξαγοράς είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών σκοπών των βιομηχανικών ή βιοτεχνικών εγκαταστάσεων ή την άσκηση της αγροτικής ή κτηνοτροφικής δραστηριότητας.

4.Στην περίπτωση που περισσότεροι του ενός αιτούντες:

α) Ασκούν κατοχή στο ίδιο δημόσιο ακίνητο κατά τμήματα, καθένας εξ αυτών δικαιούται να εξαγοράσει το τμήμα επί του οποίου ασκεί κατοχή σύμφωνα με τις περ. α' και β' της παρ. 3.

β) Ασκούν κατοχή κατ' ιδανικά μερίδια στο ίδιο δημόσιο ακίνητο, καθένας εξ αυτών δικαιούται να εξαγοράσει το δημόσιο ακίνητο κατά το ιδανικό μερίδιό του. Εάν ένας (1) τουλάχιστον από τους περισσότερους ασκούντες κατοχή κατ' ιδανικό μερίδιο δεν υποβάλει αίτηση εξαγοράς, είναι υποχρεωτική η εξαγορά του μεριδίου του αναλογικά κατ' ιδανικά μερίδια από τους λοιπούς ασκούντες κατοχή.

γ) Υποβάλλουν αίτηση εξαγοράς για το ίδιο δημόσιο ακίνητο ή τμήμα αυτού, δικαίωμα για την εξαγορά του δημοσίου ακινήτου ή τμήματος αυτού έχει ο αιτών που ασκεί κατοχή με τίτλο.

5.Δεν είναι δυνατή η εξαγορά δημοσίου ακινήτου επί του οποίου έχουν ανεγερθεί αυθαίρετα κτίσματα, εκτός αν τηρηθεί η διαδικασία της παρ. 6 του άρθρου 11.

6.Εάν εντός του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου βρίσκεται έκταση δασικού χαρακτήρα, εφόσον αυτή καταλαμβάνει κατ' ανώτατο όριο είκοσι τοις εκατό (20%) του εμβαδού του, εξαγοράζεται ενιαία με το δημόσιο ακίνητο, με διατήρηση των όρων προστασίας της, που απορρέουν από τη φύση της και από την κείμενη νομοθεσία. Οι όροι προστασίας μνημονεύονται στο σύνολό τους υποχρεωτικά στην απόφαση εξαγοράς.

7.Εάν εντός του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου περιλαμβάνονται περιοχές, οι οποίες υπάγονται στο εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών, κατά το άρθρο 3 του ν. 3937/2011 (Α' 60), εξακολουθούν να εφαρμόζονται μετά την εξαγορά αυτού οι περιορισμοί, οι οποίοι ορίζονται στη σχετική για τις περιοχές αυτές νομοθεσία και μνημονεύονται υποχρεωτικά στην απόφαση εξαγοράς.

8.Σε περίπτωση επέμβασης άνευ νόμιμης αδείας στις εκτάσεις που αναφέρονται στην παρ. 6 ή μη τήρησης των περιορισμών που προβλέπονται σύμφωνα με την παρ. 7, η απόφαση εξαγοράς, η οποία εκδίδεται, ανακαλείται αυτοδικαίως και εκδίδεται σχετική διαπιστωτική πράξη από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν γνώμης της οικείας κτηματικής υπηρεσίας.

Στην περίπτωση αυτή:

α) δεν επιστρέφεται το καταβληθέν τίμημα εξαγοράς, και

β) εφαρμόζεται κατά τα λοιπά η νομοθεσία για την προστασία των δημοσίων κτημάτων, με αναφορά των περ. α' και β' στην ανωτέρω διαπιστωτική πράξη.

9.Αν το προς εξαγορά δημόσιο ακίνητο βρίσκεται σε παραμεθόριο περιοχή, κατά τα άρθρα 24 έως και 32 του ν. 1892/1990 (Α' 101), για την εξαγορά αυτού απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 26 του νόμου αυτού.

 

Άρθρο 5

Εξαιρούμενα ακίνητα

1.Δεν είναι δυνατή η εξαγορά δημοσίου ακινήτου, ακόμα και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 4, εφόσον συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος, αναγόμενοι σε ζητήματα:

(α) εθνικής άμυνας, ή

(β) δημόσιας ασφάλειας, ή

(γ) δημόσιας υγείας, ή

(δ) χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού, ή

(ε) άλλης αιτιολογημένης κρατικής ανάγκης.

Εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και κατόπιν αιτήματος του φορέα υποδοχής, τα κατά περίπτωση αρμόδια υπουργεία προσδιορίζουν αιτιολογημένα τις περιοχές ή τα ακίνητα ενδιαφέροντός τους, προκειμένου αυτά να εξαιρεθούν της διαδικασίας εξαγοράς, η οποία προβλέπεται με τον παρόντα νόμο και ενημερώνουν σχετικά τον φορέα υποδοχής.

2.Εξαιρούνται της εξαγοράς ακίνητα ή τμήματα αυτών, τα οποία:

(α) κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αποφάσεων που κηρύσσουν αναγκαστική απαλλοτρίωση ή επιβάλλουν ρυμοτομική απαλλοτρίωση,

(β) εμπίπτουν στη δασική νομοθεσία, με την επιφύλαξη των παρ. 6 και 7 του άρθρου 4,

(γ) εμπίπτουν εντός οριοθετημένου υδατορέματος, κατά το άρθρο 3 του ν. 4258/2014 (Α' 94) ή βρίσκονται εντός ζώνης πενήντα (50) μέτρων από τις όχθες αυτού, εάν δεν έχει γίνει οριοθέτηση του υδατορέματος,

(δ) κείνται εντός καθορισμένης ζώνης αιγιαλού παραλίας και εντός χερσαίας ζώνης λιμένα,

(ε) αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας και ανήκουν στην κυριότητα, διοίκηση και διαχείριση του Δημοσίου, κατά το άρθρο 7 του Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς (ν. 4858/2021, Α' 220), σύμφωνα με βεβαίωση των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού,

(στ) είναι εκτός συναλλαγής, κατά το άρθρο 966 του Αστικού Κώδικα, ή

(ζ) έχουν περιέλθει στην κυριότητα της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.) και έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταγραφής ή καταχώρισης στα κατά τόπους αρμόδια υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία κατά περίπτωση, δυνάμει των παρ. 4 και 8 του άρθρου 196 του ν. 4389/2016 (Α' 94).

3.Αν οι λόγοι εξαίρεσης από την εξαγορά της παρ. 2 αφορούν σε τμήμα μόνον του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου, δεν κωλύεται η εξαγορά του υπόλοιπου τμήματος του ιδίου δημοσίου ακινήτου, σύμφωνα με το άρθρο 4. Στην περίπτωση αυτή, το τμήμα του δημοσίου ακινήτου, που εξαιρείται της εξαγοράς, δεν συνυπολογίζεται στο όριο αρτιότητας για τους σκοπούς της παρ. 3 του άρθρου 4.

 

Άρθρο 6

Προσδιορισμός τιμήματος εξαγοράς

1.Το τίμημα εξαγοράς αντιστοιχεί σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της αντικειμενικής αξίας του οικοπέδου ή γηπέδου, κατά περίπτωση, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Όπου δεν ισχύει το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, το τίμημα εξαγοράς καθορίζεται σύμφωνα με το καθεστώς περί υπολογισμού βάσει συγκριτικών στοιχείων από την αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης. Εάν στην περιοχή όπου βρίσκεται το προς εξαγορά δημόσιο ακίνητο δεν υφίστανται συγκριτικά στοιχεία, το τίμημα εξαγοράς υπολογίζεται βάσει της μεγαλύτερης αξίας ομοειδούς οικοπέδου ή γηπέδου, κατά περίπτωση, της πλησιέστερης περιοχής για την οποία ισχύει η ίδια πολεοδομική νομοθεσία.

2.Αν επί του οικοπέδου ή γηπέδου, κατά περίπτωση, υφίστανται κτίσματα ανεγερθέντα από τον αιτούντα ή τους δικαιοπαρόχους του, το ποσό του τιμήματος εξαγοράς της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). Αν το κτίσμα έχει ανεγερθεί από το Δημόσιο ή τρίτο, το τίμημα εξαγοράς αντιστοιχεί σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.

 

Άρθρο 7

Εκπτώσεις επί του τιμήματος εξαγοράς

1.Το τίμημα εξαγοράς κατά το άρθρο 6 μειώνεται ως εξής:

α) προκειμένου για δημόσια ακίνητα, κατά την περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 4, κατά ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) ανά έτος κατοχής, μετά την πάροδο τριάντα (30) ετών, και

β) προκειμένου για δημόσια ακίνητα, κατά την περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 4, κατά ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) ανά έτος κατοχής μετά την πάροδο σαράντα (40) ετών κατοχής, με ανώτατο όριο έκπτωσης και στις δύο περιπτώσεις, που ανέρχεται συνολικά σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του τιμήματος εξαγοράς, κατά το άρθρο 6.

2.Το ποσό που προκύπτει από τον προσδιορισμό του τιμήματος εξαγοράς κατά το άρθρο 6 ή κατά το άρθρο 6 σε συνδυασμό με την παρ. 1 του παρόντος, μειώνεται, εφόσον ο αιτών εμπίπτει σε μία από τις παρακάτω περιπτώσεις, ως εξής:

α. Κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%), εάν ο αιτών είναι άτομο με αναπηρία και, συγκεκριμένα, με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, καθώς και εάν είναι πρόσωπο που φιλοξενεί περισσότερο από ένα (1) έτος ή επιβαρύνεται φορολογικά από πρόσωπα με την ανωτέρω ιδιότητα, με ετήσιο ατομικό εισόδημα έως σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ ή ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ.

β. Κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%), εάν είναι άτομο με αναπηρία και, συγκεκριμένα, με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, ή πρόσωπο που φιλοξενεί περισσότερο από ένα (1) έτος ή επιβαρύνεται φορολογικά από πρόσωπα με την ανωτέρω ιδιότητα, με ετήσιο ατομικό εισόδημα έως δεκαοκτώ χιλιάδες (18.0000) ευρώ ή ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000) ευρώ.

γ. Κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%):

γα. εάν είναι παλιννοστών ομογενής, ο οποίος έχει εγγραφεί στα μητρώα ή τα δημοτολόγια δήμου, ή

γβ. είναι μόνιμος κάτοικος παραμεθορίων περιοχών, κατά την έννοια του ν. 1892/1990 (Α' 101).

δ. Κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20 %) εάν είναι πολύτεκνος:

δα. με ετήσιο ατομικό εισόδημα έως σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ, ή

δβ. με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ.

ε. Κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) εάν είναι τρίτεκνος:

εα. με ετήσιο ατομικό εισόδημα έως είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, ή

εβ. με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ.

Η παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται και για τις μονογονεϊκές οικογένειες.

στ. Κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%), εάν είναι μακροχρόνια άνεργος, σύμφωνα με την παρ. 1 της υποπαρ. ΙΙΙ της υποπαρ. ΙΑ.1 της παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012 (Α' 222).

ζ. Κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%), εάν είναι δικαιούχος του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, του άρθρου 235 του ν. 4389/2016 (Α' 94).

η. Κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%), εάν εντός του δημοσίου ακινήτου υφίσταται κτίσμα και το κτίσμα αυτό αποτελεί την κύρια κατοικία του αιτούντος.

Εφόσον ο αιτών εμπίπτει σε περισσότερες της μίας των περ. α' έως και η, εφαρμόζεται μόνο η περίπτωση που προβλέπει τη μεγαλύτερη έκπτωση.

3.Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των παρ. 1 και 2 δεν μπορεί να υπολείπεται του είκοσι τοις εκατό (20%) του τιμήματος εξαγοράς κατά το άρθρο 6.

4.Οι εκπτώσεις των παρ. 1 και 2 δεν ισχύουν προκειμένου για δημόσια ακίνητα της περ. β' της παρ. 3 του άρθρου 4 με επιφάνεια άνω των δέκα (10) στρεμμάτων.

5.Σε περίπτωση μεταβίβασης του εξαγορασθέντος δημοσίου ακινήτου από τον αιτούντα με επαχθή αιτία, πριν από την παρέλευση δέκα (10) ετών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης εξαγοράς, το ποσό που αντιστοιχεί στις εκπτώσεις που παρέχονται, κατά τις παρ. 1 και 2, κατόπιν καταλογισμού υπέρ του Δημοσίου από τον συμβολαιογράφο, βεβαιώνεται και εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α' 190), με αναφορά των προϋποθέσεων του παρόντος στην απόφαση εξαγοράς.

 

Άρθρο 8

Τίμημα εξαγοράς σε ειδικές περιπτώσεις αμφισβήτησης της κυριότητας του δημοσίου ακινήτου

1.Αν ο αιτών έχει αναγνωρισθεί δυνάμει απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως κύριος του δημοσίου ακινήτου έναντι του Δημοσίου, δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξαγοράς, με τίμημα εξαγοράς που αντιστοιχεί, κατά παρέκκλιση του άρθρου 6, σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.

2.Αν ο αιτών ή ο δικαιοπάροχός του έχει αναγραφεί ως κύριος του δημοσίου ακινήτου στις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές και έχει ασκηθεί αγωγή από το Δημόσιο ή δεν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης αγωγής, κατά την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998 (Α' 275), δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξαγοράς, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις των περ. α' και β' της παρ. 1 του άρθρου 4, με τίμημα εξαγοράς που αντιστοιχεί, κατά παρέκκλιση του άρθρου 6, σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.

3.Αν ο αιτών, μέχρι την 31η.12.2022, έχει ασκήσει ένδικο μέσο κατά δικαστικής απόφασης σε δίκη που αφορά στην αναγνώριση της κυριότητας του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου, δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξαγοράς, με τίμημα εξαγοράς που αντιστοιχεί, κατά παρέκκλιση του άρθρου 6, σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.

4.Σε περίπτωση εξαγοράς δημοσίου ακινήτου, κατά την παρ. 3, ο αιτών, εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση προς αυτόν του πιστοποιητικού αποδοχής, υποβάλλει στο αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών αντίγραφο της παραίτησής του από τα ένδικα μέσα κατά της δικαστικής απόφασης σε δίκη που αφορά στην αναγνώριση της κυριότητας του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του πρώτου εδαφίου, δεν εκδίδεται απόφαση εξαγοράς.

5.Σε περίπτωση που ο αιτών κατέχει δημόσιο ακίνητο, το οποίο καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες του ιδίου ή του αρχικού δικαιοπαρόχου του κατά την έναρξη της κατοχής του ακινήτου, ως αποτέλεσμα μαζικής εγκατάστασης πληθυσμιακών ομάδων που έλαβαν χώρα πριν το έτος 1950, καθ' υπόδειξη των δημόσιων αρχών, όπως αυτή προκύπτει από μεταγενέστερα έγγραφα δημόσιων αρχών, δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξαγοράς, με τίμημα εξαγοράς που αντιστοιχεί, κατά παρέκκλιση του άρθρου 6, σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.

6.Εάν στο πρόσωπο του αιτούντος συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παρ. 1, 2, 3 και 5 του παρόντος, δεν εφαρμόζονται οι εκπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 7.

 

Άρθρο 9

Υποβολή αίτησης εξαγοράς και δικαιολογητικών

1.Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ.) του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης σχεδιάζει, υλοποιεί, υποστηρίζει παραγωγικά και παρέχει, μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr ΕΨΠ), ειδικό πληροφοριακό σύστημα «Αιτήσεων Εξαγοράς Δημοσίων Ακινήτων», στον φορέα υποδοχής για την υποβολή της αίτησης εξαγοράς με τα δικαιολογητικά των παρ. 6, 7 και 8, τη δημιουργία και ενημέρωση ψηφιακού φακέλου του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου και την αποστολή του ψηφιακού φακέλου από τον φορέα υποδοχής στην οικεία κτηματική υπηρεσία. Η πλατφόρμα δύναται να διαλειτουργεί με άλλα πληροφοριακά συστήματα μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ., σύμφωνα με τα άρθρα 47 του ν. 4623/2019 (Α' 134) και 84 του ν. 4727/2020 (Α' 184).

2.Η αίτηση εξαγοράς και τα δικαιολογητικά των παρ. 6, 7 και 8 υποβάλλονται στον φορέα υποδοχής μέσω του πληροφοριακού συστήματος της παρ. 1. Στην αίτηση εξαγοράς αναγράφονται το ονοματεπώνυμο, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), ο αριθμός τηλεφώνου, η ταχυδρομική διεύθυνση, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του αιτούντος, καθώς και το προς εξαγορά δημόσιο ακίνητο, με επίκληση του παρόντος νόμου, κατά περίπτωση. Η αίτηση εξαγοράς υπέχει, για όσα αναφέρονται σε αυτή, θέση υπεύθυνης δήλωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 1599/1986 (Α' 75).

3.Για την είσοδο του αιτούντος στο πληροφοριακό σύστημα απαιτείται η αυθεντικοποίησή του με τη χρήση των προσωπικών κωδικών διαπιστευτηρίων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ.) του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης (taxisnet), σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 4727/2020.

4.Για την υποβολή της αίτησης εξαγοράς, καταβάλλεται παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ μέσω του συστήματος e-paravolo της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ., το οποίο συμψηφίζεται με το τίμημα εξαγοράς κατά τη διαδικασία εξόφλησης αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 11 ή επιστρέφεται, εφόσον η αίτηση εξαγοράς απορριφθεί λόγω διαπίστωσης των κωλυμάτων του άρθρου 5. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης εξαγοράς, με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, ή θέσης της στο αρχείο, σύμφωνα με το παρόν, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου.

5.Ο φορέας υποδοχής ελέγχει τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση εξαγοράς. Σε περίπτωση έλλειψης ενός (1) ή περισσότερων δικαιολογητικών της παρ. 6, ο φορέας υποδοχής ενημερώνει τον αιτούντα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για τη συμπλήρωση των δικαιολογητικών. Ο αιτών λογίζεται ότι έχει ενημερωθεί από τον φορέα υποδοχής με την πάροδο ενός (1) μηνός από την αποστολή σε αυτόν από τον φορέα υποδοχής του ανωτέρω μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Ο αιτών υποβάλλει στον φορέα υποδοχής τα ελλείποντα δικαιολογητικά εντός ενενήντα (90) ημερών από την ενημέρωσή του, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο. Αν η προθεσμία του τετάρτου εδαφίου παρέλθει άπρακτη, η αίτηση εξαγοράς τίθεται στο αρχείο και ενημερώνεται σχετικά το πληροφοριακό σύστημα. Εφόσον διαπιστωθεί η πληρότητα του φακέλου της αίτησης εξαγοράς, ο φορέας υποδοχής διαβιβάζει αμελλητί την αίτηση εξαγοράς και τα δικαιολογητικά των παρ. 6, 7 και 8 στην οικεία κτηματική υπηρεσία.

6.Η αίτηση εξαγοράς συνοδεύεται κατ' ελάχιστον από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:

α) Τοπογραφικό διάγραμμα και γεωαναφερμένο αρχείο διανύσματος χωρικής αποτύπωσης (τύπου shp, dxf ή dwg) του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου εξαρτημένο στο γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς ΕΓΣΑ87 με συνημμένη δήλωση μηχανικού του ν. 651/1977 (Α' 207) και του ν. 1337/1983 (Α' 33) και απόσπασμα επ' αυτού του ορθοφωτοχάρτη που απεικονίζει το υπό εξαγορά ακίνητο. Στο υπόμνημα του τοπογραφικού διαγράμματος περιλαμβάνεται βεβαίωση του συντάξαντα το διάγραμμα μηχανικού, η οποία αφορά το απεικονιζόμενο ακίνητο, σε σχέση με τη θέση, το σχήμα και την έκταση, που αυτό εμφανίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές, εφόσον στην περιοχή, όπου αυτό κείται, λειτουργεί κτηματολογικό γραφείο. Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση εξαγοράς συνοδεύεται και από αποδεικτικό υποβολής ηλεκτρονικού διαγράμματος (Κωδικός Ηλεκτρονικού Διαγράμματος - ΚΗΔ), μετά την ηλεκτρονική υποβολή του τοπογραφικού διαγράμματος κατά το άρθρο 40 του ν. 4409/2016 (Α' 136) στον υποδοχέα του Φορέα Ελληνικό Κτηματολόγιο. Αν απαιτείται γεωμετρική μεταβολή των κτηματολογικών στοιχείων του ακινήτου, αυτή προηγείται της υποβολής της αίτησης εξαγοράς.

β) Αεροφωτογραφίες της έκτασης, εντός της οποίας κείται το προς εξαγορά δημόσιο ακίνητο, του έτους 1992 ή προγενέστερες, στην περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 4, ή του έτους 1982 ή προγενέστερες, στην περ. β' της παρ. 1 του ιδίου άρθρου.

γ) Φύλλο υπολογισμού αντικειμενικής αξίας οικοπέδου, γηπέδου ή ακινήτου, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 ή τις παρ. 1, 2, 3 και 5 του άρθρου 8.

δ) Βεβαίωση όρων δόμησης της αρμόδιας υπηρεσίας δόμησης.

ε) Οικοδομική άδεια, εφόσον υπάρχει.

στ) Υπεύθυνη δήλωση από την οποία προκύπτει ότι δεν συντρέχουν οι εξαιρέσεις της παρ. 2 του άρθρου 5.

ζ) Αποδεικτικό εξόφλησης του παραβόλου της παρ. 4.

η) Τίτλους από τους οποίους προκύπτει η κατοχή κατά την περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 4 και συνοδευτικό σημείωμα, στο οποίο αποτυπώνεται η κατοχή από τον αιτούντα και τους δικαιοπαρόχους του, σύμφωνα με τους τίτλους αυτούς.

θ) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 για την έκταση των προς εξαγορά δημοσίων ακινήτων, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της περ. β' της παρ. 3 του άρθρου 4 του παρόντος.

ι) Έγγραφο από το οποίο προκύπτει η χρήση του δημοσίου ακινήτου από τον αιτούντα, κατά την περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 4. Ειδικά στην υποπερ. βα' της περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 4, προσκομίζεται αντίγραφο του εντύπου Ε1 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, το οποίο υποβλήθηκε το έτος που προηγήθηκε της έναρξης ισχύος του παρόντος, καθώς και αντίγραφο του εντύπου Ε9, για το ίδιο έτος.

ια) Απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος και κτηματολογικό φύλλο του Κωδικού Αριθμού Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του δημοσίου ακινήτου, στο οποίο αφορά η αίτηση εξαγοράς, εφόσον στην περιοχή όπου αυτό κείται λειτουργεί κτηματολογικό γραφείο. Επί δημοσίων ακινήτων που κείνται εντός των Περιφερειακών Ενοτήτων Ρόδου, Καλύμνου και Καρπάθου-Ηρωικής Νήσου Κάσου της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, όπου ισχύει ο Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου, προσκομίζονται φωτοαντίγραφο του ατομικού κτηματολογικού σχεδιαγράμματος και το τοπογραφικό διάγραμμα κατά την περ. α' με συσχετισμένο το ατομικό κτηματολογικό διάγραμμα της προς εκποίηση κτηματολογικής μερίδας ή τμήμα ευρύτερης κτηματολογικής μερίδας.

ιβ) Πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων των πέντε (5) τελευταίων ετών που προηγούνται της υποβολής αίτησης εξαγοράς.

7.Προς απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 7 και 8, προσκομίζονται κατά περίπτωση:

α) Όσα πιστοποιητικά προβλέπονται από τη νομοθεσία και από τα οποία προκύπτει ότι ο αιτών εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 7.

β) Δικαστική απόφαση, από την οποία προκύπτει ότι ο αιτών έχει αναγνωρισθεί ως κύριος του δημοσίου ακινήτου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 8.

γ) Έγγραφο από το οποίο προκύπτει ότι ο αιτών έχει αναγραφεί ως κύριος του δημοσίου ακινήτου στις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8.

δ) Αντίγραφο του ενδίκου μέσου στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 8.

ε) Έγγραφα που αποδεικνύουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρ. 5 του άρθρου 8.

8.Εκτός από τα δικαιολογητικά των παρ. 6 και 7, ο αιτών δύναται να υποβάλει κάθε άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο κατοχής του δημοσίου ακινήτου, ιδίως για την εφαρμογή της περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 4, αποκλειομένων των ενόρκων βεβαιώσεων.

9.Κάθε αίτηση εξαγοράς υποβάλλεται στον φορέα υποδοχής, εντός ενός (1) έτους από την έκδοση της κοινής απόφασης της παρ. 2 του άρθρου 19.

 

Άρθρο 10

Σύσταση, συγκρότηση και αρμοδιότητες της Επιτροπής Εξαγοράς

1.Συνιστάται στη Γενική Γραμματεία Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας Επιτροπή για την υλοποίηση της εξαγοράς των δημοσίων ακινήτων του παρόντος, με έδρα την Αθήνα, η οποία συγκροτείται σε σώμα με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εντός ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

2.Στην Επιτροπή μετέχουν:

(α) Ένας (1) πρώην δικαστικός λειτουργός των πολιτικών δικαστηρίων, συνταξιοδοτηθείς με βαθμό Προέδρου Εφετών τουλάχιστον, ως πρόεδρος, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο της Ένωσης Συνταξιούχων Δικαστικών Λειτουργών και Μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

(β) Ένα (1) μέλος του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με βαθμό παρέδρου τουλάχιστον, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 54 του ν. 4831/2021 (Α' 170).

(γ) Ένας (1) υπάλληλος κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, κλάδου Μηχανικών ή Νομικών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Κοινωφελών Περιουσιών, ως μέλη.

Χρέη Γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της οικείας κτηματικής υπηρεσίας, ο οποίος υποδεικνύεται από τον προϊστάμενό της.

3.Η Επιτροπή λειτουργεί σε τμήματα, ο συνολικός αριθμός των οποίων ανέρχεται σε επτά (7). Κάθε τμήμα της Επιτροπής οργανώνεται σε επίπεδο αποκεντρωμένης διοίκησης και χειρίζεται τις αιτήσεις εξαγοράς δημοσίων ακινήτων, τα οποία βρίσκονται στην εδαφική περιφέρεια κάθε αποκεντρωμένης διοίκησης.

4.Η οικεία κτηματική υπηρεσία, αφού ελέγξει τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5, καθώς και την αίτηση εξαγοράς και τα δικαιολογητικά κατά το άρθρο 9, αποστέλλει στην Επιτροπή τον φάκελο, με συνοπτικό σημείωμα για την αποδοχή ή την απόρριψη της αίτησης εξαγοράς εντός προθεσμίας πέντε (5) μηνών από τον χρόνο διαβίβασης σε αυτή του πλήρους φακέλου της αίτησης εξαγοράς από τον φορέα υποδοχής. Ειδικά στην περ. β' της παρ. 4 του άρθρου 4, η οικεία κτηματική υπηρεσία αποστέλλει τον φάκελο στην Επιτροπή, μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 9 του άρθρου 9. Κατ' εξαίρεση η οικεία κτηματική υπηρεσία αποστέλλει τον φάκελο στην Επιτροπή πριν την παρέλευση της προθεσμίας του δευτέρου εδαφίου, εφόσον έχει προσκομισθεί έγγραφη παραίτηση, με βεβαίωση του γνησίου υπογραφής του ασκούντος κατοχή κατ' ιδανικά μερίδια, από τους λοιπούς ασκούντες κατοχή, κατά την υποβολή της αίτησης εξαγοράς. Πριν την αποστολή του φακέλου και του συνοπτικού σημειώματος, η οικεία κτηματική υπηρεσία ζητεί τη σύμφωνη γνώμη του Ταμείου Εθνικής Άμυνας (Τ.ΕΘ.Α.), κατά το άρθρο 15. Περαιτέρω, η οικεία κτηματική υπηρεσία ζητεί τη σύμφωνη γνώμη της Εταιρείας Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ.) Α.Ε., η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση σε αυτή γνωστοποίησης με συστημένη επιστολή από την κτηματική υπηρεσία. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει την αποστολή του φακέλου από την οικεία κτηματική υπηρεσία στην Επιτροπή. Η οικεία κτηματική υπηρεσία δύναται να ζητεί στοιχεία από τον αιτούντα και από κάθε υπηρεσία του δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), μέσω του φορέα υποδοχής.

5.Η Επιτροπή, εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήψη του φακέλου, κατά την παρ. 4, προβαίνει στον έλεγχο της αίτησης εξαγοράς και των δικαιολογητικών και προτείνει αιτιολογημένα στο αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών την αποδοχή ή την απόρριψη της αίτησης εξαγοράς. Η προθεσμία υποβολής της πρότασης της Επιτροπής δύναται να παραταθεί με την απόφαση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 19.

6.Σε περίπτωση πρότασης για την αποδοχή της αίτησης εξαγοράς, η Επιτροπή:

(α) Καθορίζει το εμβαδόν και τα όρια του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου.

(β) Καθορίζει το τμήμα του δημοσίου ακινήτου που μπορεί να εξαγοραστεί, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 4.

(γ) Επιλέγει μεταξύ περισσοτέρων αιτήσεων εξαγοράς που αφορούν στο ίδιο δημόσιο ακίνητο ή τμήμα αυτού, σύμφωνα με την περ. γ' της παρ. 4 του άρθρου 4.

(δ) Καθορίζει το τίμημα εξαγοράς, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της περ. β' της παρ. 4 του άρθρου 4 και των άρθρων 6, 7 ή 8, κατά περίπτωση, και προσδιορίζει το ποσό της εφάπαξ καταβολής και των δόσεων του τιμήματος εξαγοράς, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 11. Ειδικά στην περίπτωση καθορισμού τιμήματος εξαγοράς, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 6, η Επιτροπή ζητεί συγκριτικά στοιχεία από την αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης.

(ε) Προβαίνει στον καθορισμό των αδιάθετων και υποχρεωτικώς εξαγοραζόμενων μεριδίων της περ. β' της παρ. 4 του άρθρου 4 και του αναλογούντος σε αυτά τιμήματος εξαγοράς, μετά το πέρας υποβολής των αιτήσεων εξαγοράς, κατόπιν σχετικής εισήγησης της αρμόδιας κτηματικής υπηρεσίας.

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν κωλύεται να ζητεί πρόσθετα στοιχεία από τον αιτούντα και από κάθε υπηρεσία του δημόσιου τομέα μέσω του φορέα υποδοχής.

 

Άρθρο 11

Απόφαση εξαγοράς και καταβολή τιμήματος εξαγοράς

1.Το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών αποφασίζει βάσει της πρότασης της Επιτροπής για την αποδοχή ή την απόρριψη της αίτησης εξαγοράς.

2.Αν η Επιτροπή προτείνει την αποδοχή της αίτησης εξαγοράς, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών εκδίδει, εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών, πιστοποιητικό αποδοχής, το οποίο κοινοποιείται αμελλητί στον αιτούντα. Στο πιστοποιητικό αποδοχής περιλαμβάνονται:

α) η περιγραφή του εξαγοραζόμενου δημοσίου ακινήτου, κατά το εμβαδόν και τα όρια, β) τα στοιχεία του αιτούντος, γ) το τίμημα εξαγοράς, όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7 και 8,

δ) οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 4, στην παρ. 5 του άρθρου 7 και στην παρ. 8 του παρόντος, καθώς και ε) το ποσό της εφάπαξ και τμηματικής καταβολής του τιμήματος εξαγοράς.

3.Το τίμημα εξαγοράς εξοφλείται είτε εφάπαξ, είτε τμηματικά, κατ' ανώτατο όριο σε εξήντα (60) ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις. Το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να υπολείπεται των εκατό (100) ευρώ. Σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης του τιμήματος εξαγοράς, παρέχεται έκπτωση δέκα τοις εκατό (10%) επί του τιμήματος εξαγοράς, όπως αυτό προκύπτει κατά τα άρθρα 6,7 και 8.

4.Σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης του τιμήματος εξαγοράς, εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση του πιστοποιητικού αποδοχής στον αιτούντα, ο αιτών προβαίνει στην εξόφληση του τιμήματος εξαγοράς εφάπαξ και υποβάλλει το αποδεικτικό εξόφλησής του στην οικεία κτηματική υπηρεσία. Η οικεία κτηματική υπηρεσία διαβιβάζει τον φάκελο της υπόθεσης στο αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την υποβολή του αποδεικτικού εξόφλησης του πρώτου εδαφίου. Στη συνέχεια, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών εκδίδει εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών την απόφαση εξαγοράς. Η απόφαση εξαγοράς κοινοποιείται αμελλητί στον αιτούντα και μεταγράφεται ή καταχωρίζεται στο αρμόδιο κατά τόπον υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο με δική του δαπάνη, τηρουμένου του α.ν. 1521/1950 (Α' 245), όπως κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1587/1950 (Α' 294), περί φόρου μεταβίβασης ακινήτων.

5.Σε περίπτωση τμηματικής εξόφλησης του τιμήματος εξαγοράς, η απόφαση εξαγοράς εκδίδεται, εφόσον εξοφληθεί ολοσχερώς το τίμημα εξαγοράς σε δόσεις. Ο αιτών, εντός ενός (1) μηνός από την εξόφληση της τελευταίας δόσης, υποβάλλει τα σχετικά αποδεικτικά εξόφλησης στην οικεία κτηματική υπηρεσία. Κατά τα λοιπά, ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 4.

6.Ειδικά σε περίπτωση που εντός του δημοσίου ακινήτου υπάρχει αυθαίρετη κατασκευή, ο αιτών, εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση σε αυτόν του πιστοποιητικού αποδοχής, υποβάλλει αίτηση για την υπαγωγή του στον ν. 4495/2017 (Α' 167). Η απόφαση εξαγοράς δεν εκδίδεται, εάν:

α) δεν εξοφληθεί το τίμημα εξαγοράς, β) δεν εξοφληθεί το πρόστιμο υπαγωγής, και γ) δεν προσκομιστούν στην οικεία κτηματική υπηρεσία η βεβαίωση περαίωσης της διαδικασίας υπαγωγής

στον ν. 4495/2017 και το απαιτούμενο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής ταυτότητας κτιρίου ή αυτοτελούς διηρημένης ιδιοκτησίας του άρθρου 53 του ν. 4495/2017.

Κατά τα λοιπά ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 4 ή της παρ. 5 αντίστοιχα.

7.Επί εκπρόθεσμης εξόφλησης του τιμήματος εξαγοράς είτε εφάπαξ, είτε τμηματικά, έως το ποσό που αντιστοιχεί σε τρεις (3) δόσεις, δεν εκδίδεται η απόφαση εξαγοράς και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο. Καταβληθείσες δόσεις δεν επιστρέφονται, εφόσον δεν υπερβαίνουν το σαράντα τοις εκατό (40%) του τιμήματος εξαγοράς, μη βεβαιούμενης σε βάρος του αιτούντος αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης για το δημόσιο ακίνητο, για το χρονικό διάστημα, που αντιστοιχεί στο μη επιστρεφόμενο ποσό. Για τις υπόλοιπες βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες δόσεις εκδίδεται Ατομικό Φύλλο Έκπτωσης (Α.Φ.ΕΚ.) από την οικεία κτηματική υπηρεσία.

8.Στην περίπτωση που ο αιτών δεν διατηρήσει την κύρια κατοικία του ή την άσκηση της δραστηριότητας, όπως ορίζεται στις υποπερ. βα, ββ' και βγ' της περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 4, αντίστοιχα, για διάστημα πέντε (5) τουλάχιστον ετών από την έκδοση απόφασης εξαγοράς, αυτή ανακαλείται αυτοδικαίως και εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Οικονομικών, μετά από πρόταση της οικείας κτηματικής υπηρεσίας, μη επιστρεφομένου του καταβληθέντος τιμήματος, με αναφορά αυτών των στοιχείων στην απόφαση εξαγοράς.

9.Επί πρότασης της Επιτροπής για την απόρριψη της αίτησης εξαγοράς, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών εκδίδει, εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών, σχετική απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιείται αμελλητί στον αιτούντα. Κατά της απορριπτικής απόφασης ασκείται προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου του τόπου όπου κείται το δημόσιο ακίνητο.

10.Ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του τιμήματος εξαγοράς καταβάλλεται στην ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε..

 

Άρθρο 12

Εκκρεμείς αιτήσεις εξαγοράς

1.Αιτήσεις που εκκρεμούν στις οικείες κτηματικές υπηρεσίες, με βάση το άρθρο 10 του ν.δ. 2176/1952 (Α' 207), τον ν. 357/1976 (Α' 156), τον ν. 719/1977 (Α' 301), τον ν. 2166/1993 (Α'137), τον ν. 1473/1984 (Α'127) και τον ν. 2386/1996 (Α' 43), για εξαγορά ακινήτων τα οποία ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών, δεν εξετάζονται και τίθενται στο αρχείο. Όσοι έχουν υποβάλει αίτηση, ενημερώνονται σχετικά και μπορούν να υποβάλουν αίτηση εξαγοράς σύμφωνα με όσα ορίζονται στον παρόντα. Σε διαφορετική περίπτωση, εφαρμόζεται κατά αυτών η κείμενη νομοθεσία για την προστασία της δημόσιας περιουσίας.

2.Με την έναρξη ισχύος του παρόντος, η ισχύς αποφάσεων εξαγοράς ακινήτων του Δημοσίου, οι οποίες έχουν εκδοθεί και δεν παρελήφθησαν από τους δικαιούχους, λήγει αυτοδικαίως. Οι δικαιούχοι του πρώτου εδαφίου υποβάλλουν αίτηση εξαγοράς, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον παρόντα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται.

3.Εκκρεμείς αιτήσεις εξαγοράς ή παραχώρησης ακινήτων του Δημοσίου από τρίτο ενδιαφερόμενο, πλην του προσώπου που ασκεί κατοχή βάσει άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, δεν εξετάζονται μέχρι την έκδοση απόφασης του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Οικονομικών για την αποδοχή ή την απόρριψη της αίτησης εξαγοράς και αναστέλλεται η προθεσμία για την έκδοση σχετικής απόφασης βάσει της νομοθεσίας αυτής. Αν εκδοθεί απόφαση εξαγοράς, οι εκκρεμείς αιτήσεις του πρώτου εδαφίου τίθενται στο αρχείο. Αν η αίτηση εξαγοράς απορριφθεί από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών, οι αιτήσεις επανέρχονται προς εξέταση κατά την οικεία νομοθεσία, κατόπιν σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου.

 

Άρθρο 13

Απαλλοτρίωση δημοσίου ακινήτου για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση εξαγοράς

Σε περίπτωση κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης υπέρ φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, κατά την έννοια της περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), του δημοσίου ακινήτου ή τμήματος αυτού, πριν από την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος εξαγοράς, το πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση εξαγοράς, δικαιούται να ζητήσει την ανάκληση της αίτησης και την άτοκη επιστροφή του τιμήματος εξαγοράς, που έχει ήδη καταβληθεί Στην περίπτωση αυτή, η ανάκληση του πρώτου εδαφίου είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση, εκδιδόμενης απόφασης από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν γνώμης της οικείας κτηματικής υπηρεσίας.

 

Άρθρο 14

Συνέπειες υποβολής αίτησης εξαγοράς

1.Από την υποβολή της αίτησης εξαγοράς και μέχρι τη μεταγραφή ή καταχώριση της απόφασης εξαγοράς στο κατά τόπο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο, αναστέλλεται η λήψη μέτρων κατά του αιτούντος για την προστασία του δημοσίου ακινήτου, σύμφωνα με τη νομοθεσία για τα δημόσια κτήματα. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται: α) η εκτέλεση εκδοθέντων πρωτοκόλλων καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης (Π.ΚΑ.Α.Χ.) και πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής (Π.Δ.Α), β) οι εκκρεμείς δίκες μεταξύ Δημοσίου και αιτούντος, με αντικείμενο το ιδιοκτησιακό καθεστώς του, υπό εξαγορά, δημοσίου ακινήτου, καθώς και γ) κάθε σχετική προθεσμία για διαδικαστική ενέργεια.

2.Αν απορριφθεί η αίτηση εξαγοράς ή δεν εκδοθεί απόφαση εξαγοράς, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 8 ή την παρ. 7 του άρθρου 11 ή εκδοθεί διαπιστωτική πράξη, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 4 ή την παρ. 8 του άρθρου 11, αντίστοιχα, αίρεται αυτοδικαίως η κατά την παρ. 1 αναστολή της λήψης και εκτέλεσης των μέτρων προστασίας του δημοσίου ακινήτου κατά τη νομοθεσία για τα δημόσια κτήματα και οι εκκρεμείς δίκες με αντικείμενο το ιδιοκτησιακό καθεστώς του δημοσίου ακινήτου συνεχίζονται.

3.Μετά τη μεταγραφή ή καταχώριση της απόφασης εξαγοράς στο κατά τόπον αρμόδιο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο:

(α) οι εκκρεμείς δίκες ανάμεσα στο Δημόσιο και τον αιτούντα με αντικείμενο το ιδιοκτησιακό καθεστώς του δημοσίου ακινήτου καταργούνται και τα μέτρα προστασίας ανακαλούνται,

(β) τα βεβαιωθέντα και μη εξοφληθέντα Πρωτόκολλα Καθορισμού Αποζημίωσης Αυθαίρετης Χρήσης (Π.ΚΑ.Α.Χ.) και τα Πρωτόκολλα Διοικητικής Αποβολής (Π.Δ.Α.) διαγράφονται. Καταβληθέντα ποσά για Π.ΚΑ.Α.Χ. δεν επιστρέφονται.

4.Η υποβολή αίτησης εξαγοράς δεν αποτελεί εξώδικη ομολογία του αιτούντος περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του δημοσίου ακινήτου.

 

Άρθρο 15

Ακίνητα ιδιοκτησίας Ταμείου Εθνικής Άμυνας (ΤΕΘΑ)

Τα άρθρα 1 έως και 14 εφαρμόζονται και στα ακίνητα ιδιοκτησίας του Ταμείου Εθνικής Άμυνας (Τ.ΕΘ.Α.). Για την εξαγορά ακινήτων του Τ.ΕΘ.Α., απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Τ.ΕΘ.Α., η οποία παρέχεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση σε αυτό αιτήματος από την οικεία κτηματική υπηρεσία, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 10. Η απόφαση εξαγοράς εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με το άρθρο 11. Το τίμημα εξαγοράς των ανωτέρω ακινήτων περιέρχεται στο Τ.ΕΘ.Α..


ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ - ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Επί όσο παραμένει άλυτο το πρόβλημα αυτό, δεν πρόκειται να ολοκληρωθούν ούτε το Κτηματολόγιο, ούτε οι δασικοί χάρτες‼

Δεν μπορεί το Δημόσιο να διεκδικεί τα πάντα, από τους πάντες και για πάντα!

Παρότι προχωρεί έστω και σταδιακά η διαδικασία κατάρτισης του Εθνικού Κτηματολογίου και των δασικών χαρτών, άλυτο δυστυχώς παραμένει το πρόβλημα των περιουσιακών διεκδικήσεων του Δημοσίου εναντίον εκατοντάδων χιλιάδων ιδιοκτητών εκτός σχεδίου ακινήτων, είτε ως διεκδικουμένων, είτε ως δήθεν δασικών!  Η συνεχιζόμενη αναγνώριση "τεκμηρίου κυριότητας" κάθε ακινήτου στη χώρα υπέρ του Δημοσίου αντιβαίνει σε θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής και Διεθνούς έννομης τάξης (Σύμβαση της Ρώμης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διακήρυξη του ΟΗΕ, σωρεία αποφάσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, οι οποίες επιβάλλουν το σεβασμό των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του απλού πολίτη και δεν αναγνωρίζουν προνομιακά δικαιώματα στα Κράτη σε βάρος των ίδιων των πολιτών τους. 

Η διατήρηση του τεκμηρίου αυτού υποχρεώνει κάθε πολίτη, σε κάθε περίπτωση αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας του από οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία, ιδιαίτερα δε τη δασική η οποία χαρακτηρίζει περίπου όλη τη χώρα ως δάσος, να ανατρέξει σε ιδιοκτησιακούς τίτλους αναγόμενους στον προπερασμένο αιώνα και συγκεκριμένα μέχρι και το έτος 1885 (!), δηλαδή σε ιστορική εποχή  κατά την οποία οι περισσότερες συναλλαγές ήταν προφορικές το δε μεγαλύτερο μέρος της χώρας μας δεν ανήκε καν στο τότε Ελληνικό κράτος! Αυτό σημαίνει αναγκαστική αναδρομή κυρίως σε τίτλους του τουρκικού δικαίου (χοτζέτια, ταπιά κλπ.), διατυπωμένους χειρόγραφα στην αρχαία τουρκική νομική διάλεκτο, η οποία σήμερα είναι πρακτικά εντελώς αδύνατο να διαβαστεί ακόμη και από γνώστες της τουρκικής γλώσσας.

Το 2003 το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., επί υπουργίας της κας Βάσως Παπανδρέου, είχε συστήσει Ειδική Επιστημονική Επιτροπή στην οποία είχε αναθέσει να καταρτίσει προσχέδιο ρύθμισης το οποίο θα έδινε επαναστατική και θαρραλέα λύση στο ιδιοκτησιακό πρόβλημα, με βάση την ύπαρξη επί δεκαετία, νομίμων και μεταγεγραμμένων τίτλων στο όνομα του πολίτη, ή την πάροδο τριακονταετίας χωρίς τίτλους, αλλά την αδιάλειπτη καλόπιστη νομή και στις δύο περιπτώσεις, αποκλείοντας έτσι κάθε καταπατητή δημόσιας έκτασης.

Η ρύθμιση αυτή εξ άλλου, είναι απόλυτα αναγκαίο να συμπληρώσει την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 που ρύθμισε με δίκαιο και λογικό τρόπο το ιδιοκτησιακό πρόβλημα των εντός σχεδίου ακινήτων, παρότι η προτεινόμενη ρύθμιση είναι από πλευράς προϋποθέσεων και αποδεικτικής άποψης αισθητά δυσμενέστερη για τον εκτός σχεδίου ιδιοκτήτη.

Η ΠΟΜΙΔΑ με αλλεπάλληλες επιστολές της προς τους εκάστοτε Υπουργούς ΠΕΧΩΔΕ και τα πολιτικά κόμματα έχει ζητήσει τη μείωση του χρόνου αυτού, στην 30ετία ή 40ετία, και εν πάση περιπτώσει να καταργηθεί η υποχρέωση αναγωγής στο 1885! Είναι δυνατόν να περιμένουμε επενδύσεις στη χώρα μας, όταν οι τίτλοι ιδιοκτησίας όλων των εκτός σχεδίου ακινήτων της χώρας μας, κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα, από την παράλογη αυτή προυπόθεση;

Η ΠΟΜΙΔΑ παραθέτει αυτούσια την εισήγηση της Επιστημονικής Επιτροπής του ΥΠΕΧΩΔΕ προς τη Διακομματική Επιτροπή της Βουλής, και προειδοποιεί για μιά ακόμη φορά ότι η προσπάθεια σύνταξης Εθνικού Κτηματολογίου στη χώρα μας χωρίς την προηγούμενη επίλυση του ιδιοκτησιακού θα μεταβάλει το Εθνικό Κτηματολόγιο σε  διαδικασία αρπαγής και δήμευσης της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας!!!

"Προς τη Διακομματική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΥΠΕΧΩΔΕ

που συγκροτήθηκε από την Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ κα Βάσω Παπανδρέου για να προτείνει σχέδιο διάταξης σχετικά με τις εμπράγματες αξιώσεις του Δημοσίου στις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές (δασικά κλπ) της χώρας.

Ι. Γενικές κατευθύνσεις

1. Η διαδικασία κτηματογράφησης για την κατάρτιση εθνικού κτηματολογίου, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2308/1995, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, κατέστησε επίκαιρο το (προϋπάρχον της διαδικασίας αυτής) πρόβλημα των ιδιοκτησιακών αξιώσεων του Δημοσίου και της συγκρούσεώς τους με τα προβαλλόμενα από τρίτους (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) εμπράγματα δικαιώματα. Το πρόβλημα αυτό δεν δημιουργήθηκε από την κτηματογράφηση αλλά αναδείχθηκε μέσω αυτής, στο μέτρο που η διαδικασία αυτή αποσκοπεί ακριβώς στο οριστικό ξεκαθάρισμα των υπαρχουσών ιδιοκτησιακών αμφισβητήσεων. Κύρια πηγή συλλογής της κτηματολογικής πληροφορίας, με βάση την οποία δημιουργείται η κτηματολογική βάση, αποτελεί η (υποχρεωτική) δήλωση ιδιοκτησίας, η οποία υποβάλλεται από τους έχοντες εγγραπτέα δικαιώματα (άρθρο 2 παρ.1 Ν.2308/1995). Στις περιπτώσεις δε που περισσότεροι του ενός διεκδικούν με τη δήλωσή τους την κυριότητα ενός ακινήτου, η διοικητική διαδικασία της κτηματογράφησης υποχρεωτικά επιλύει σε διοικητικό επίπεδο, τη διαφορά δια της καταχωρίσεως ενός μόνο εξ΄ αυτών στις πρώτες εγγραφές στο κτηματολόγιο ως δικαιούχου.

Λόγω της φύσεως και της εμβέλειας του έργου, η διεκπεραίωση του οποίου θα απαιτούσε υπηρεσίες στελεχωμένες με πολύ μεγαλύτερο αριθμό υπαλλήλων από τον αριθμό των υπηρετούντων σήμερα υπαλλήλων , το Δημόσιο απαλλάχθηκε της υποχρέωσης υποβολής δηλώσεων ιδιοκτησίας (άρθρο 2 παρ. 2 Ν.2308/1995), διατηρώντας απλώς την ευχέρεια συμμετοχής στη διαδικασία αυτή. Στην πράξη όμως οι αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου υποβάλλουν δηλώσεις, χωρίς εντούτοις οι δηλώσεις αυτές να συνοδεύονται πάντοτε από τον τίτλο κτήσης του δηλούμενου από Δημόσιο δικαιώματος. Τούτο έχει συχνά ως συνέπεια τον αιφνιδιασμό των πολιτών και την πρόκληση κοινωνικής αναταραχής.

Στις περιοχές που δεν τελούν υπό καθεστώς κτηματογράφησης το πρόβλημα αυτό , αν και υφίσταται δεν είναι πάντοτε εμφανές, δεδομένου ότι σπανιότατα το Δημόσιο επιλέγει να θέσει υπό αμφισβήτηση το ιδιοκτησιακό καθεστώς μιας περιοχής με την έγερση αγωγής και να δημιουργήσει κοινωνικό πρόβλημα με τη δική του πρωτοβουλία, δεδομένου άλλωστε ότι η απραξία του αυτή ουδεμία αρνητική για το ίδιο συνέπεια μπορεί να έχει, λόγω του νομοθετικώς κατοχυρωμένου «απαραγράπτου» των δικαιωμάτων  του. Πάντως το όλο πρόβλημα αφορά και τις περιοχές αυτές και  γι΄ αυτό η ρύθμιση που προτείνεται τις καταλαμβάνει.

Το μεγάλο πρόβλημα που συνδέεται με τη διαχείριση και την προστασία της δημόσιας περιουσίας έγκειται στο γεγονός ότι το Δημόσιο σε πολύ μεγάλο βαθμό δεν γνωρίζει ποια είναι η ακίνητη ιδιοκτησία του, έτσι ώστε να τη διεκδικήσει από αυτούς που παρανόμως την κατέχουν. Έτσι σε πολλές περιπτώσεις οι σχετικές με την προστασία των δημοσίων κτημάτων διατάξεις είτε δεν μπορούν  να εφαρμοσθούν, είτε εφαρμόζονται μεν, αλλά σε περιβάλλον δικαιικής ανασφάλειας, αφού η επίκληση της εφαρμογής του εκ μέρους του Δημοσίου γίνεται πολλές φορές για ακίνητα, στα οποία ούτε το ίδιο, ούτε οι τρίτοι γνωρίζουν με βεβαιότητα μέχρι τη στιγμή της διεκδίκησης ότι υπάρχουν εμπράγματα δικαιώματα του Δημοσίου ή, έστω, ότι το Δημόσιο εγείρει ιδιοκτησιακές αξιώσεις. Το μεγάλο πρόβλημα που ανακύπτει σε κάθε περίπτωση αντιδικίας Δημοσίου και τρίτου σχετικά με την κυριότητα ενός ακινήτου, είναι ότι στα δημόσια κτήματα ισχύει ο κανόνας του απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου, κανόνας που στερεί στον νομέα τη δυνατότητα να αποδείξει, επικουρικά τουλάχιστον, ότι απέκτησε κυριότητα με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Έτσι , όσο μεγάλο και αν είναι το διάστημα που βρίσκεται στη νομή του ακινήτου και ανεξάρτητα από το αν είναι καλόπιστος ή όχι ή αν οχλήθηκε ποτέ, ο ίδιος ή οι δικαιοπάροχοί του από το Δημόσιο, δεν μπορεί να αποκτήσει κυριότητα και θα υποχρεωθεί τελικά να αποδώσει το ακίνητο στο Δημόσιο. Το προνόμιο αυτό του Δημοσίου, το οποίο θεσπίσθηκε πριν από περίπου 90 χρόνια μέσα σε μια  ριζικά διαφορετική, σε σχέση με τη σημερινή, κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα είναι προφανές ότι δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες, διότι προσβάλλει τόσο την αρχή της ισότητας, όσο και το ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία, στο μέτρο που ειδικά έναντι του Δημοσίου αποκλείει την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, η οποία αποτελεί νόμιμο τίτλο κυριότητας τόσο στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις, όσο και στις σχέσεις του Δημοσίου με τρίτους, όταν χρησιδεσπόζον είναι το πρώτο. Υπάρχει πράγματι πρόβλημα συμβατότητας του προνομίου αυτού του Δημοσίου με τα διεθνώς κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα (βλ. απόφαση Ιερές Μονές κατά Ελληνικού Δημοσίου του ΕΔΔΑ), πρόβλημα μπροστά στο οποίο ο Έλληνας νομοθέτης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος. Ούτε, άλλωστε,  εξυπηρετεί το πραγματικό συμφέρον του Δημοσίου, δεδομένου ότι επιτρέπει στο Κράτος να εφησυχάζει και να μην επαγρυπνεί για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του.

2.Στις εντός σχεδίου πόλεως περιοχές το πρόβλημα επιλύθηκε σε μεγάλο βαθμό με την πρόσφατη διάταξη του άρθρου 4 Ν.3127/2003, η οποία υπό προϋποθέσεις καταργεί το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του Δημοσίου αλλά και το τεκμήριο κυριότητας του τελευταίου σε δασικές περιοχές. Η διάκρίση μεταξύ περιοχών εντός σχεδίου πόλεως (προς τις οποίες εξομοιώνονται και οι εντός οικισμού προϋφισταμένου του 1923, καθώς  επίσης οι εντός οριοθετημένου οικισμού κάτω των 2000 κατοίκων) και περιοχών εκτός σχεδίου πόλεως και η εσπευσμένη  ρύθμιση του προβλήματος στην πρώτη περίπτωση υπήρξε επιβεβλημένη λόγω του ότι το «φαινόμενο δίκαιο» που δημιουργείται με πράξεις της ίδιας της Διοίκησης κατά την ένταξη μιας περιοχής στο σχέδιο πόλης και ορθότερα το «φαινόμενο μη ύπαρξης δικαιωμάτων του Δημοσίου», επί του οποίου εδράζεται η προστατευτέα εμπιστοσύνη των διοικουμένων- αποκτώντων εμπράγματα δικαιώματα, είναι πολύ ισχυρό και παράγεται από πράξεις του ίδιου του Κράτους. Η διάταξη αυτή όπως είναι φυσικό , λόγω και του προσφάτου χαρακτήρα της , λειτούργησε, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, ως πρότυπο και για τις εργασίες της Επιστημονικής Επιτροπής κατά τον σχεδιασμό της προτεινόμενης για τις περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως διατάξεως. Κοινός δικαιοπολιτικός παρανομαστής μεταξύ της προτεινόμενης διάταξης και της ήδη ισχύουσας διάταξης του άρθρου 4  του Ν.3127/2003 είναι η προστασία  της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών, αρχή που αποτελεί άλλωστε άμεση απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου. Την αρχή αυτή όμως δεν προσέγγισε η Επιτροπή, όπως είναι πρόδηλο από την  ίδια την προτεινόμενη διάταξη, με διοικητικολογικά καθαρά κριτήρια – τούτο θα ήταν ασύμβατο με τη φύση του δικαιώματος της κυριότητας ως ιδιωτικού δικαιώματος και με τη φύση των διαφορών σχετικά με αυτή ως ιδιωτικών διαφορών, ακόμη και όταν το ένα διάδικο μέρος είναι το Κράτος, - αλλά είναι προφανές ότι ενυπάρχουν σ΄ αυτήν τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της καλής πίστης, της θεμελιωδέστερης ίσως αρχής που διέπει το ιδιωτικό μας δίκαιο. Γι΄ αυτό και η προστασία που παρέχεται στον νομέα ενός ακινήτου του Δημοσίου μέσω της αμβλύνσεως του κανόνα για το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του τελευταίου δεν είναι αυτή  που παρέχουν οι διατάξεις του ΑΚ για τη χρησικτησία αλλά πολύ αυστηρότερες, δεδομένου ότι απαιτείται σε κάθε περίπτωση να είναι ο νομέας καλόπιστος (ακόμη και όταν  βρίσκεται στη νομή του ακινήτου για 30 χρόνια). Τούτο είναι άλλωστε σύμφωνο και με τη στάση νομολογίας υπό το ισχύον σήμερα νομικό καθεστώς, η οποία, αναγνωρίζοντας τις αδικίες στις οποίες οδηγεί η άκαμπτη εφαρμογή του κανόνα για το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του Δημοσίου, καταφεύγει συχνά στην απόρριψη των αξιώσεων του Δημοσίου οσάκις πληρούται το πραγματικό του κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, όταν δηλαδή η άσκηση της εμπράγματης αξίωσης του Δημοσίου μετά από μακροχρόνια αδράνειά του, συνεπεία της οποίας (αλλά και της λοιπής στάσης του Δημοσίου ο ιδιώτης δικαιολογημένα πίστεψε ότι το Δημόσιο δεν θα ασκήσει την αξίωσή του, κρίνεται καταχρηστική. Εξάλλου, ενόψει του δικαιοπολιτικού ζητουμένου της προστασίας  της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του νομέα, δίδεται στην προτεινόμενη διάταξη έμφαση στον ενιαίο χαρακτήρα του Κράτους και της Διοικήσεως, γεγονός που σημαίνει ότι ενδεχομένως δεν στερούνται  νομικής σημασίας για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων οι ενέργειες και εκείνων ακόμη των υπηρεσιών του Κράτους, οι οποίες, καίτοι δεν είναι ευθέως επιφορτισμένες με το έργο της διασφάλισης των δικαιωμάτων του Δημοσίου, πάντως κατά κάποιον τρόπο συμβάλλουν στη δημιουργία κλίματος φαινομένου δικαίου, δηλαδή πεποιθήσεως των πολιτών περί της ανυπαρξίας δικαιωμάτων του Δημοσίου.

Για τους παραπάνω λόγους θα πρέπει  και στις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές να υποχωρήσει υπό προϋποθέσεις, ο κανόνας που απαγορεύει τη κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου. Επειδή όμως στις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές οι παράγοντες που συντελούν στη δημιουργίά καταστάσεως δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη αναφορικά προς την έλλειψη δικαιωμάτων του Δημοσίου διαφοροποιούνται , ποιοτικά και ποσοτικά, σε σχέση με τους αντίστοιχους παράγοντες στις εντός σχεδίου πόλεως περιοχές, η προτεινόμενη διάταξη θέτει αυστηρότερους όρους σε σχέση με το άρθρο 4 του Ν.31127/2003 (πολύ περισσότερο σε σχέση με τις κοινές διατάξεις για τη χρησικτησία του Αστικού Κώδικα) για τη κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου.

3. Η προτεινόμενη διάταξη καλύπτει κατά τρόπο γενικό κάθε περίπτωση ιδιοκτησιακής διαφοράς που αναφύεται μεταξύ του Δημοσίου και του νομέα ακινήτου, εφόσον το ακίνητο  αυτό βρίσκεται σε  περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως, ανεξάρτητα από το αν επιτρέπεται η δόμηση σ΄ αυτό και ανεξάρτητα επίσης από τη χρήση του ως βιομηχανικού, αγροτικού, δασικού, χορτολιβαδικού κλπ. Από την άλλη πλευρά  και προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρερμηνεία, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην αδικαιολόγητη εντύπωση ότι με τη διάταξη αυτή ανοίγει δήθεν ο δρόμος για την αποψίλωση των δασών, διευκρινίζεται ρητά ότι η στην προτεινόμενη διάταξη επιχειρούμενη ρύθμιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος δεν θίγει τις κείμενες διατάξεις που αφορούν στη χρήση και στην προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Επίσης, ενόψει του σκοπού της διατάξεως, ο οποίος έγκειται στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών ότι απέκτησαν κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο που νέμονται- προστασία που τους παρέχεται μέσω της αμβλύνσεως του κανόνα για το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του Δημοσίου – κρίθηκε σκόπιμο να διευκρινισθεί ότι η εφαρμογή της προτεινόμενης διατάξεως δεν αποκλείει την εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης διάταξης του ισχύοντος δικαίου για την κτήση κυριότητας ή άλλου  εμπράγματου δικαιώματος, εφόσον αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον νομέα.

4. Τέλος, από το μέλος της Επιτροπής κ. Γεώργιο Βελλή, επίτιμο αντιπρόεδρο του ΑΠ, διατυπώθηκε η γνώμη ότι το προνόμιο του Δημοσίου, το σχετικό με το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του , απάδει προς τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας αλλά και προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., όπως αυτές έχουν  ήδη ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και θα πρέπει ως εκ τούτου να καταργηθεί χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων του ΑΚ για τη χρησικτησία. Ολοκληρωμένη η εισήγηση του κ. Βελλή και το συνοδεύον αυτή σχέδιο Νόμο αποτυπώνονται στα πρακτικά των εργασιών της Επιτροπής.

ΙΙ. Η προτεινόμενη διάταξη

Ειδικότερα για την προτεινόμενη διάταξη θα πρέπει επίσης να σημειωθούν τα εξής σημεία, τα οποία τη διαφοροποιούν από το άρθρο 4 του Ν.3127/2003: 

1. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην περίπτωση του άρθρου 4 του Ν.3127/2003, εν προκειμένω κρίθηκε σκόπιμο να φέρει ο νομέας και όχι το Δημόσιο το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καλής πίστης του. Η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι την περίπτωση των εντός σχεδίου πόλεως περιοχών η ίδια η ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλης αποτελεί τεκμήριο για την καλή πίστη του νομέα, προϋπόθεση που εν προκειμένω απουσιάζει. Για τους ίδιους λόγους στην περίπτωση της περ. β΄ της παρ.1 κρίθηκε σκόπιμο όχι μόνο να απαιτηθεί ύπαρξη καλής πίστης κατά την κτήση της νομής αλλά επιπλέον διατήρησή της καθ΄ όλο το διάστημα της τριακονταετίας.

2. Εξάλλου, στην παρ. 1 περ. α΄και β΄ χρησιμοποιείται ο όρος «αδιαλείπτως», τον οποίο η Επιτροπή αντιλαμβάνεται μεν κατά τρόπον αντίστοιχο προς εκείνον του όρου «αδιαταράκτως» που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης του άρθρου 4 Ν.3127/2003, θεωρείται όμως ακριβέστερο. Επίσης, στην προτεινόμενη διάταξη και σε αντίθεση με το άρθρο 4 του Ν. 3127/2003 κρίθηκε σκόπιμο να ορισθεί ως κρίσιμο χρονικό σημείο για την κτήση και μεταγραφή του τίτλου η έναρξη ισχύος του ΑΚ .  Τέλος, η επιλογή των 30 στρεμμάτων ως ανώτατου εμβαδού ενιαίου ακινήτου για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου έγινε αφού λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή διάφορα στατιστικά δεδομένα τόσο από την ελληνική όσο και κοινοτική πραγματικότητα, σχετικά  με το μέγεθος της μέσης βιώσιμης αγροτικής μονάδας, καθώς επίσης και άλλα χρήσιμα στοιχεία.

 

ΙΙΙ. Σχέδιο Διάταξης σχετικά με το απαράγραπτο των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του Δημοσίου σε ακίνητα εκτός σχεδίου πόλεως.

{Αρθρο …..}

1. Σε ακίνητο που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού που προϋφίσταται του έτους 1923 ή οικισμού κάτω των 2.000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού:

α) νέμεται το ακίνητο με καλή πίστη και αδιαλείπτως για δέκα (10) έτη και με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή δικαιοπαρόχου του, που έχει αποκτηθεί και μεταγραφεί μετά την έναρξη ισχύος του Αστικού Κώδικα, ή

β) νέμεται το ακίνητο με καλή πίστη και αδιαλείπτως για τριάντα (30) έτη.

2. Ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου, όταν κατά τον χρόνο απόκτησης της νομής χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Στην περίπτωση β΄ της προηγούμενης παραγράφου η καλή πίστη του νομέα πρέπει να διατηρείται καθ΄  όλο το διάστημα της τριακονταετίας. Στην τελευταία περίπτωση τεκμαίρεται η καλή πίστη του εφόσον η διοίκηση με τη συμπεριφορά της συνέβαλε στη διατήρηση της καλής πίστης του, ιδίως με τον υπολογισμό του ακινήτου στην υποκείμενη σε φόρους και τέλη ακίνητη περιουσία του ιδίου ή των δικαιοπαρόχων του ή με την έκδοση διοικητικών πράξεων, σχετικών με το ακίνητο αυτό, στο όνομά τους.

3. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις.

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μέχρι τριάντα στρεμμάτων. Το ενιαίο του ακινήτου κρίνεται από τον τίτλο κτήσεως. Εφόσον δεν υπάρχει τίτλος, συνεχόμενα ακίνητα, τα οποία νέμεται το ίδιο πρόσωπο, θεωρούνται για την εφαρμογή  της παρούσας διάταξης ενιαίο ακίνητο. Σε περίπτωση περισσότερων νομέων του ακινήτου κατ’  ιδανικά μέρη, το προαναφερόμενο ανώτατο όριο εμβαδού ισχύει για κάθε αυτούσιο τμήμα γης που θα αντιστοιχούσε στους συννομείς με βάση το ιδανικό τους μερίδιο.

5. Αποφάσεις που εκδόθηκαν από τις επιτροπές ενστάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7 και 10 του Ν. 2308/1995, με τις οποίες αναγνωρίζονται δικαιώματα του Δημοσίου  σε ακίνητα που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1, επανεξετάζονται από  τις επιτροπές του άρθρου 10 του εν λόγω νόμου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο επόμενο εδάφιο.  Με απόφαση  του υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων  Έργων καθορίζεται η διαδικασία επανεξέτασης και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Με όμοια απόφαση καθορίζεται επίσης η διαδικασία διόρθωσης των πρώτων εγγραφών, κατά παρέκκλιση όσων ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998, στις περιπτώσεις που η διαδικασία κτηματογράφησης έχει περαιωθεί και οι πρώτες εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο του οικείου κτηματολογικού γραφείου έχουν καταχωρισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Στην τελευταία περίπτωση με την ως άνω απόφαση μπορεί να ορίζεται μεγαλύτερη προθεσμία επανεξέτασης.

6. Σε περίπτωση δάσους ή δασικής έκτασης οι διατάξεις του παρόντος άρθρου για την κυριότητα του ακινήτου δεν θίγουν τις διατάξεις που αφορούν στην προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, ιδίως ως προς τον χαρακτήρα και τη χρήση τους. Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγεται επίσης η κτήση δικαιώματος κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος από τον νομέα ακινήτου κατά τις κοινές διατάξεις.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου που αφορούν το Δημόσιο εφαρμόζονται  και ως προς τα λοιπά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, για τα οποία ίσχυε ως τώρα το απαράγραπτο των δικαιωμάτων τους επί ακινήτων.".

Δείτε εδώ τη σχετική συζήτηση στη Βουλή.